πεντέχους

πεντέχους
πεντέ-χους, ουν,
A holding five

χόες, ὑδρία Ar. Fr. 136

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεντέχους — και πεντάχους, ουν, Α αυτός που χωρεί πέντε χόες («ὑδρίαν πεντέχουν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε / πεντα * + χοῦς (< χοῦς «μέτρο χωρητικότητας υγρών»), πρβλ. επτά χους] …   Dictionary of Greek

  • πεντάχους — ουν και οος, οον, Α βλ. πεντέχους …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”